gut
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- καλόςgutgut
examples
- gutes WetterNeutrum, sächlich | ουδέτερο nκαλός καιρόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mκαλοκαιρίαFemininum, weiblich | θηλυκό f
- gut Besserung!περαστικά!
-
hide examplesshow examples