„κακό“: ουδέτερο κακό [kaˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Böses, Übel, Unheil, Schlechtes Bösesουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακό ηθικά Schlechtesουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακό ηθικά κακό ηθικά Übelουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακό δυσάρεστο πράγμα κακό δυσάρεστο πράγμα Unheilουδέτερο | Neutrum, sächlich n κακό συμφορά κακό συμφορά examples (δεν) κάνει κακό es schadet (nicht) (δεν) κάνει κακό με το κακό barsch με το κακό αναγκαίο κακό ein notwendiges Übel αναγκαίο κακό κτυπώ το κακό στη ρίζα του das Übel an der Wurzel packen κτυπώ το κακό στη ρίζα του ενός κακού μύρια έπονται ein Unglück kommt selten allein ενός κακού μύρια έπονται hide examplesshow examples