έτοιμος
[ˈetimos], έτοιμη, έτοιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- vorbereitetέτοιμος προετοιμασμένοςέτοιμος προετοιμασμένος
- έτοιμος τελειωμένος
- έτοιμος πρόθυμος
examples