„fein“: Adjektiv feinAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψιλός, λεπτός, λεπτός, εκλεκτός, κομψός, φινετσάτος ψιλός fein nicht grob fein nicht grob λεπτός fein auch | και, επίσηςa. Haar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig fein auch | και, επίσηςa. Haar in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig λεπτός fein Gehör fein Gehör εκλεκτός fein erlesen fein erlesen κομψός, φινετσάτος fein elegant fein elegant examples fein hacken/mahlen ψιλοκόβω fein hacken/mahlen