„Ware“: Femininum, weiblich WareFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) εμπόρευμα, προϊόν, είδος εμπόρευμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ware Ware προϊόνNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ware Produkt Ware Produkt είδοςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ware Artikel Ware Artikel