καλοκαιρία
[kalokjeˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f, καλοκαιριά [kalokjeˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schönes Wetterουδέτερο | Neutrum, sächlich nκαλοκαιρίακαλοκαιρία