„gelaunt“: Adjektiv gelauntAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) άκεφος... κεφάτος... examples schlecht gelaunt άκεφος, κακόκεφος, κακοδιάθετος, δύσθυμος schlecht gelaunt gut gelaunt κεφάτος, καλοδιάθετος, ευδιάθετος gut gelaunt