„πολύ“: επίρρημα πολύ [poˈli]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sehr, lange sehr πολύ πολύ lange πολύ χρονικό πολύ χρονικό examples πάρα πολύ sehr (viel) πάρα πολύ το πολύ (πολύ) höchstens, allenfalls το πολύ (πολύ) πάει πολύ das geht zu weit πάει πολύ πολύ αποσχολημένος sehr πολύ αποσχολημένος πολύ αποσχολημένος viel beschäftigt πολύ αποσχολημένος πολύ λυπημένος sehr πολύ λυπημένος πολύ λυπημένος ganz traurig πολύ λυπημένος πολύ οδηγώ πολύ αργά sehr πολύ οδηγώ πολύ αργά πολύ οδηγώ πολύ αργά ganz langsam fahren πολύ οδηγώ πολύ αργά hide examplesshow examples