„καλά“: επίρρημα καλά [kaˈla]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut, wohl, richtig, recht gut, wohl καλά καλά richtig, recht καλά σωστά καλά σωστά examples καλά! na schön! καλά! είσαι καλά; geht’s dir gut? είσαι καλά; είμαι καλά mir geht’s gut είμαι καλά γίνομαι καλά gesund werden γίνομαι καλά καλά που … glücklicherweise, nur gut, dass … καλά που … καλά να πάθει das geschieht ihm recht καλά να πάθει καλά αμειβόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich f Großverdienerinθηλυκό | Femininum, weiblich f καλά αμειβόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich f καλά αμειβόμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Großverdienerαρσενικό | Maskulinum, männlich m καλά αμειβόμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples