„καλοντυμένος“ καλοντυμένος [kalondiˈmenos], καλοντυμένη, καλοντυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut angezogen gut angezogen καλοντυμένος καλοντυμένος