„καλοζωισμένος“ καλοζωισμένος [kalozoizˈmenos], καλοζωισμένη, καλοζωισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gut situiert gut situiert καλοζωισμένος καλοζωισμένος