„είμαι“: αμετάβατο ρήμα είμαι [ˈime]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <ήμουν> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sein, sich befinden, herkommen, abstammen sein είμαι είμαι sich befinden είμαι βρίσκομαι είμαι βρίσκομαι herkommen, abstammen (από aus+αιτιατική | +Akkusativ +akk von) είμαι κατάγομαι είμαι κατάγομαι examples ας είναι! meinetwegen! ας είναι! πώς είσαι/είστε; wie geht es dir/Ihnen? πώς είσαι/είστε; είναι καλά es geht ihm/ihr/ihnen gut είναι καλά είναι νότια της Χαϊδεβέργης es liegt südlich von Heidelberg είναι νότια της Χαϊδεβέργης το παλιό σχολείο δεν ήταν εκεί πλέον die alte Schule stand nicht mehr da το παλιό σχολείο δεν ήταν εκεί πλέον hide examplesshow examples