„έχω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα έχω [ˈexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <είχα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) haben, besitzen, kosten, leiden an haben έχω έχω besitzen έχω είμαι κύριος έχω είμαι κύριος kosten έχω κοστίζω έχω κοστίζω leiden an+δοτική | +Dativ +dat έχω πάσχω από κάτι έχω πάσχω από κάτι examples έχω να müssen έχω να έχει [ˈeçi] es gibt (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) (+αιτιατική | +Akkusativ+akk /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) έχει [ˈeçi] πού έχει …; wo gibt es …? πού έχει …; έχει κόσμο es sind viele Leute da έχει κόσμο έχει αέρα es ist windig έχει αέρα πόσο έχει; wie viel kostet das? πόσο έχει; τα έχω böse sein (με κάποιον jemandemή | oder od auf jemanden) τα έχω τα έχω liiert sein (με mit) τα έχω όπως κι αν έχει wie dem auch sein mag όπως κι αν έχει τι έχεις; was fehlt dir? τι έχεις; hide examplesshow examples