Sache
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πρά(γ)μαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSache allgemein | γενικάallgemeinSache allgemein | γενικάallgemein
- ζήτημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSache AngelegenheitθέμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSache AngelegenheitSache Angelegenheit
- υπόθεσηFemininum, weiblich | θηλυκό fSache auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURSache auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR
examples