„ως“: επίρρημα ως [os]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wie, als wie ως καθώς, όπως ως καθώς, όπως als ως υπό την ιδιότητα ως υπό την ιδιότητα examples ως δασκάλα als Lehrerin ως δασκάλα ως επιβράβευση zur ως επιβράβευση ως επιβράβευση als Belohnung ως επιβράβευση ως προς …+αιτιατική | +Akkusativ +akk was …+αιτιατική | +Akkusativ +akk anbetrifft ως προς …+αιτιατική | +Akkusativ +akk hide examplesshow examples „ως“: πρόθεση ως [os]πρόθεση | Präposition, Verhältniswort präp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ως → see „έως“ ως → see „έως“