„κηρύσσω“: μεταβατικό ρήμα κηρύσσω [kjiˈriso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t, κηρύττω [kjiˈrito]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verkünden, predigen, erklären, aufrufen verkünden κηρύσσω διαδηλώνω κηρύσσω διαδηλώνω predigen κηρύσσω θρησκεία | Religionθρησκ κηρύσσω θρησκεία | Religionθρησκ erklären κηρύσσω πόλεμο κηρύσσω πόλεμο aufrufen κηρύσσω απεργία κηρύσσω απεργία examples κηρύσσω πτώχευση Konkurs anmelden κηρύσσω πτώχευση