προαίσθημα
[proˈesθima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, προαίσθηση [proˈesθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Vor-)Ahnungθηλυκό | Femininum, weiblich fπροαίσθημαGefühlουδέτερο | Neutrum, sächlich nπροαίσθημαπροαίσθημα