πράγμα
[ˈpra(ɣ)ma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Dingουδέτερο | Neutrum, sächlich nπράγμα αντικείμενοπράγμα αντικείμενο
- Sacheθηλυκό | Femininum, weiblich fπράγμα κάτιπράγμα κάτι
- Zeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nπράγμα πληθυντικός | Pluralpl μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτKramαρσενικό | Maskulinum, männlich mπράγμα πληθυντικός | Pluralpl μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτπράγμα πληθυντικός | Pluralpl μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ