Punkt
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κουκκίδαFemininum, weiblich | θηλυκό fPunktPunkt
- σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPunkt Fläche, GebietPunkt Fläche, Gebiet
- σημείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nPunkt StellePunkt Stelle
- βαθμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPunkt Sport | αθλητισμόςSPORTπόντοςMaskulinum, männlich | αρσενικό mPunkt Sport | αθλητισμόςSPORTPunkt Sport | αθλητισμόςSPORT
- τελείαFemininum, weiblich | θηλυκό fPunkt Grammatik | γραμματικήGRAMPunkt Grammatik | γραμματικήGRAM