„υπόκειμαι“: αμετάβατο ρήμα υπόκειμαι [iˈpokjime]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einer Sache unterliegen examples υπόκειμαι σε κάτι einer Sache unterliegen υπόκειμαι σε κάτι