Greek-German translation for "ώρα"

"ώρα" German translation

ώρα
[ˈora]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Stundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ώρα χρονικό διάστημα
    ώρα χρονικό διάστημα
  • Uhrzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ώρα του ρολογιού
    ώρα του ρολογιού
  • Tageszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ώρα διάστημα της ημέρας
    ώρα διάστημα της ημέρας
  • Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ώρα χρόνος
    ώρα χρόνος
  • Momentαρσενικό | Maskulinum, männlich m.
    ώρα στιγμή
    ώρα στιγμή
examples
  • εργάσιμες ώρες
    Geschäftszeitenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
    εργάσιμες ώρες
  • τι ώρα;
    um wie viel Uhr?
    τι ώρα;
  • τι ώρα είναι;
    wie viel Uhr ist es?
    τι ώρα είναι;
  • hide examplesshow examples
αρκετή ώρα
eine ganze Weile
αρκετή ώρα
πέρασε η ώρα
die Zeit ist um
πέρασε η ώρα
τοπική ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
Ortszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
τοπική ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
σε ώρα ανάγκης
in Notzeiten
σε ώρα ανάγκης
πολλή ώρα
mehrere Stunden
πολλή ώρα
χειμερινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
Winterzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
χειμερινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
θερινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sommerzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
θερινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
σκοτώνω την ώρα μου
σκοτώνω την ώρα μου
ανά ώρα
ανά ώρα
μια ολόκληρη ώρα
eine volle Stunde
μια ολόκληρη ώρα
είσαι καιρό ή ώρα εδώ;
bist du schon lange da?
είσαι καιρό ή ώρα εδώ;
μισή ώρα
eine halbe Stunde
μισή ώρα
κενή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
Freistundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κενή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
κάθε ώρα
κάθε ώρα
πήγε πέντε η ώρα
es ist schon fünf Uhr
πήγε πέντε η ώρα
τόσην ώρα
so lange?
τόσην ώρα
σε προχωρημένη ώρα
zu vorgerückter Stunde
σε προχωρημένη ώρα
πρωινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
Morgenstundeθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρωινή ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f
ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f αιχμής
Hauptverkehrszeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
ώραθηλυκό | Femininum, weiblich f αιχμής
έχεις ακριβή ώρα;
hast du die genaue Uhrzeit?
έχεις ακριβή ώρα;

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: