ώρα
[ˈora]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stundeθηλυκό | Femininum, weiblich fώρα χρονικό διάστημαώρα χρονικό διάστημα
- Uhrzeitθηλυκό | Femininum, weiblich fώρα του ρολογιούώρα του ρολογιού
- Tageszeitθηλυκό | Femininum, weiblich fώρα διάστημα της ημέραςώρα διάστημα της ημέρας
- Zeitθηλυκό | Femininum, weiblich fώρα χρόνοςώρα χρόνος
- Momentαρσενικό | Maskulinum, männlich m.ώρα στιγμήώρα στιγμή