Objekt
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- αντικείμενοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nObjekt Gegenstand,auch | και, επίσης a. Grammatik | γραμματικήGRAMObjekt Gegenstand,auch | και, επίσης a. Grammatik | γραμματικήGRAM
- ακίνητοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nObjekt ImmobilieObjekt Immobilie