„πόδι“: ουδέτερο πόδι [ˈpoði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fuß, Bein, Pfote Fußαρσενικό | Maskulinum, männlich m πόδι από τον αστράγαλο και κάτω πόδι από τον αστράγαλο και κάτω Beinουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόδι σκέλος, καρέκλας, τραπεζιού πόδι σκέλος, καρέκλας, τραπεζιού Pfoteθηλυκό | Femininum, weiblich f πόδι ζώου πόδι ζώου examples πηγαίνω με τα πόδια zu Fuß gehen πηγαίνω με τα πόδια είμαι στο πόδι auf Achse sein είμαι στο πόδι το βάζω στα πόδια οικείο | umgangssprachlichοικ das Weite suchen το βάζω στα πόδια οικείο | umgangssprachlichοικ μόλις έφτασε η αστυνομία το έβαλαν στα πόδια οικείο | umgangssprachlichοικ als die Polizei kam, kratzten sie die Kurve μόλις έφτασε η αστυνομία το έβαλαν στα πόδια οικείο | umgangssprachlichοικ ήμουν όλη μέρα στο πόδι ich war den ganzen Tag auf den Beinen ήμουν όλη μέρα στο πόδι θέλει να αρχίσει να κερδίζει επιτέλους χρήματα και να σταθεί στα πόδια της μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ sie will endlich Geld verdienen und auf eigenen Beinen stehen θέλει να αρχίσει να κερδίζει επιτέλους χρήματα και να σταθεί στα πόδια της μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και έπεσε οικείο | umgangssprachlichοικ er verlor den Boden unter den Füßen und fiel hin έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του και έπεσε οικείο | umgangssprachlichοικ πόδι αιώρησης Spielbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόδι αιώρησης πόδι απογείωσης αθλητισμός | Sportαθλ Sprungbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόδι απογείωσης αθλητισμός | Sportαθλ πόδι λαγού Hasenfußαρσενικό | Maskulinum, männlich m πόδι λαγού πόδι στήριξης αθλητισμός | Sportαθλ Standbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόδι στήριξης αθλητισμός | Sportαθλ πόδι στο γύψο Gipsbeinουδέτερο | Neutrum, sächlich n πόδι στο γύψο πόδι του αθλητή ιατρική | Medizinιατρ Fußpilzαρσενικό | Maskulinum, männlich m πόδι του αθλητή ιατρική | Medizinιατρ hide examplesshow examples