Standbein
Neutrum, sächlich | ουδέτερο nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πόδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στήριξηςStandbein Sport | αθλητισμόςSPORTStandbein Sport | αθλητισμόςSPORT
- στυλοβάτηςMaskulinum, männlich | αρσενικό mStandbein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigStandbein in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig