αστυνομία
[astinoˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Polizeiθηλυκό | Femininum, weiblich fαστυνομίααστυνομία
examples
- αστυνομία αυτοκινητοδρόμουAutobahnpolizeiθηλυκό | Femininum, weiblich f