Greek-German translation for "τη"
"τη" German translation
έχω τη δυνατότητα
έχω τη δυνατότητα
Strandkorbαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου
επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου
sich einarbeiten
τη βοήθησα
ich half ihr
τη βοήθησα
να τη!
da ist sie!
να τη!