„Gipsbein“: Neutrum, sächlich GipsbeinNeutrum, sächlich | ουδέτερο n umgangssprachlich | οικείοumg Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πόδι στο γύψο πόδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n στο γύψο Gipsbein Gipsbein