Greek-German translation for "πατώ"

"πατώ" German translation

πατώ
[paˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς>

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • seinen Fuß setzen (+αιτιατική | +Akkusativ+akk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akkή | oder od in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)
    πατώ με τα πόδια
    πατώ με τα πόδια
  • betreten
    πατώ έδαφος, γρασσίδι
    πατώ έδαφος, γρασσίδι
  • treten in+αιτιατική | +Akkusativ +akk
    πατώ φρένο
    πατώ φρένο
  • austreten
    πατώ τσιγάρο
    πατώ τσιγάρο
  • brechen
    πατώ όρκο
    πατώ όρκο
  • pressen, drücken
    πατώ με το χέρι
    πατώ με το χέρι
  • drücken
    πατώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πλήκτρο
    πατώ ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ πλήκτρο
  • ausdrücken
    πατώ τσιγάρο
    πατώ τσιγάρο
  • keltern
    πατώ σταφύλια
    πατώ σταφύλια
  • überfahren.
    πατώ πεζό με το αυτοκίνητο οικείο | umgangssprachlichοικ
    πατώ πεζό με το αυτοκίνητο οικείο | umgangssprachlichοικ
examples
  • πατώ το πόδι κάποιου
    jemandem auf den Fuß treten.
    πατώ το πόδι κάποιου
  • πατώ γκάζι
    πατώ γκάζι
  • την πατώ
    την πατώ
  • hide examplesshow examples

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: