Geld
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -er>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- λεφτάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplGeldχρήμα(τα)Neutrum, sächlich | ουδέτερο n (Plural | πληθυντικόςpl)GeldGeld
examples
- staatliche/öffentliche Gelderκρατικά/δημόσια χρήματα
-
- Geld stinkt nicht sprichwörtlich, Sprichwort | παροιμίαsprichwτο χρήμα δεν μυρίζει
hide examplesshow examples