Greek-German translation for "θέση"

"θέση" German translation

θέση
[ˈθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση τοποθεσία
    Lageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση τοποθεσία
    Ortαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση τοποθεσία
    θέση τοποθεσία
  • Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση κατάσταση
    Lageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση κατάσταση
    Situationθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση κατάσταση
    θέση κατάσταση
  • Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση ορισμένο μέρος
    θέση ορισμένο μέρος
  • Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση σε λεωφορείο, εστιατόριο, θέατρο
    θέση σε λεωφορείο, εστιατόριο, θέατρο
  • (Sitz-)Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση κάθισμα
    θέση κάθισμα
  • Stellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση πόστο
    Positionθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση πόστο
    Postenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση πόστο
    θέση πόστο
  • Standpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    θέση άποψη
    Theseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση άποψη
    θέση άποψη
  • Klasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    θέση σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
    θέση σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ
examples
  • στη θέση
    anstelle (γενική | Genitivgen /γενική | Genitiv genή | oder od von)
    στη θέση
  • στη θέση σου
    an deiner Stelle
    στη θέση σου
  • είμαι σε θέση
    in der Lage sein, imstande sein (να zu)
    είμαι σε θέση
  • hide examplesshow examples
διαχωρίζω τη θέση μου
sich distanzieren (από von)
διαχωρίζω τη θέση μου
τουριστική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Touristenklasseθηλυκό | Femininum, weiblich f
τουριστική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
ύπτια θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rückenlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
ύπτια θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μονοπωλιακή θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Monopolstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
μονοπωλιακή θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρχική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Grundstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρχική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικονομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Finanzlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικονομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
μπαίνω στη θέση κάποιου
sich in jemandes Lage versetzen
μπαίνω στη θέση κάποιου
βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση
βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση
συγχορδία σε αρχική θέση
Grundakkordαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συγχορδία σε αρχική θέση
οικονομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Economyclassθηλυκό | Femininum, weiblich f
οικονομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
νομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rechtslageθηλυκό | Femininum, weiblich f
νομική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρχική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Ausgangslageθηλυκό | Femininum, weiblich f
Ausgangspositionθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρχική θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
θα τον βάλω στη θέση του εγώ! οικείο | umgangssprachlichοικ
den werd ich mir mal kaufen!
θα τον βάλω στη θέση του εγώ! οικείο | umgangssprachlichοικ
γωνιακή θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Eckbankθηλυκό | Femininum, weiblich f
γωνιακή θέσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
jemanden in Bedrängnis bringen
φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: