θέση
[ˈθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση τοποθεσίαLageθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση τοποθεσίαOrtαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση τοποθεσίαθέση τοποθεσία
- Stelleθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση κατάστασηLageθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση κατάστασηSituationθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση κατάστασηθέση κατάσταση
- Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση ορισμένο μέροςθέση ορισμένο μέρος
- Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση σε λεωφορείο, εστιατόριο, θέατροθέση σε λεωφορείο, εστιατόριο, θέατρο
- (Sitz-)Platzαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση κάθισμαθέση κάθισμα
- Stellungθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση πόστοPositionθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση πόστοPostenαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση πόστοθέση πόστο
- Standpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mθέση άποψηTheseθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση άποψηθέση άποψη
- Klasseθηλυκό | Femininum, weiblich fθέση σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρθέση σιδηρόδρομος | Bahnσιδηρ