Ort
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- τόποςMaskulinum, männlich | αρσενικό mOrt PlatzμέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nOrt PlatzχώροςMaskulinum, männlich | αρσενικό mOrt PlatzθέσηFemininum, weiblich | θηλυκό fOrt PlatzOrt Platz
- μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο nOrt OrtschaftOrt Ortschaft
examples
-
-
- ich werde mich höheren Ortes beschwerenθα παραπονεθώ στα ανώτερα κλιμάκια