„διαθεσιμότητα“: θηλυκό διαθεσιμότητα [ðiaθesiˈmotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Suspendierung Suspendierungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαθεσιμότητα διαθεσιμότητα