„Professur“: Femininum, weiblich ProfessurFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) θέση πανεπιστημιακού καθηγητή θέσηFemininum, weiblich | θηλυκό f πανεπιστημιακού καθηγητή Professur Professur