„Entmündigung“: Femininum, weiblich EntmündigungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) στέρηση των νομικών δικαιωμάτων στέρησηFemininum, weiblich | θηλυκό f των νομικών δικαιωμάτων Entmündigung Entmündigung