„διαχωρίζω“: μεταβατικό ρήμα διαχωρίζω [ðiaxoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) trennen, trennen, teilen (ab)trennen, teilen διαχωρίζω χωρίζω, διαιρώ διαχωρίζω χωρίζω, διαιρώ trennen διαχωρίζω ξεχωρίζω διαχωρίζω ξεχωρίζω examples διαχωρίζω τη θέση μου sich distanzieren (από von) διαχωρίζω τη θέση μου