„κουτσός“ κουτσός [kuˈtsos], κουτσή, κουτσόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hinkend hinkend κουτσός κουτσός examples είμαι κουτσός hinken είμαι κουτσός