„καθοριστικός“ καθοριστικός [kaθoristiˈkos], καθοριστική, καθοριστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) maßgebend, entscheidend maßgebend, entscheidend καθοριστικός καθοριστικός examples είμαι καθοριστικός den Ausschlag geben είμαι καθοριστικός