„hinken“: intransitives Verb hinkenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κουτσαίνω, είμαι κουτσός, χωλαίνω κουτσαίνω, είμαι κουτσός hinken hinken χωλαίνω hinken auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig hinken auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig