ενήμερος
[eˈnimeros], ενήμερη, ενήμεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ενημερωμένος [enimeroˈmenos], ενημερωμένη, ενημερωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
Thank you for your feedback!