εξωτερικός
[eksoteriˈkos], εξωτερική, εξωτερικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- äußere, Außen-εξωτερικός που βρίσκεται έξωεξωτερικός που βρίσκεται έξω
- Auslands-εξωτερικός έξω από τη χώραεξωτερικός έξω από τη χώρα
- εξωτερικός αναφερόμενος στις διεθνείς σχέσεις
- äußerlichεξωτερικός επιφανειακόςεξωτερικός επιφανειακός
- externεξωτερικός υπόθεση, ζήτημαεξωτερικός υπόθεση, ζήτημα
examples
- για εξωτερική χρήση ιατρική | Medizinιατρäußerlich anzuwenden
- εξωτερικές σχέσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplAuslandsbeziehungenπληθυντικός | Plural pl
- εξωτερική εμφάνισηθηλυκό | Femininum, weiblich fÄußeresουδέτερο | Neutrum, sächlich nAussehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
hide examplesshow examples