„λωρίδα“: θηλυκό λωρίδα [loˈriða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Band, Spur, Streifen, Fahrspur Bandουδέτερο | Neutrum, sächlich n λωρίδα ταινία Streifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λωρίδα ταινία λωρίδα ταινία Spurθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα πορείας Fahrspurθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα πορείας λωρίδα πορείας examples αλλάζω λωρίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ die Spur wechseln αλλάζω λωρίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ λωρίδα ακτής Küstenstrichαρσενικό | Maskulinum, männlich m λωρίδα ακτής μπαίνω στη λωρίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ sich einordnen μπαίνω στη λωρίδα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ λωρίδα κολύμβησης Schwimmbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα κολύμβησης λωρίδα κυκλοφορίας Fahrstreifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λωρίδα κυκλοφορίας λωρίδα ποδηλάτων Radfahrwegαρσενικό | Maskulinum, männlich m λωρίδα ποδηλάτων λωρίδα πορείας (Fahr-)Spurθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα πορείας λωρίδα προσπέρασης Überholspurθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα προσπέρασης Λωρίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f της Γάζας Gazastreifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m Λωρίδαθηλυκό | Femininum, weiblich f της Γάζας λωρίδα υφάσματος Stoffbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f λωρίδα υφάσματος λωρίδα χόρτου Grasstreifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m λωρίδα χόρτου hide examplesshow examples