Greek-German translation for "χρήση"

"χρήση" German translation

χρήση
[ˈxrisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Gebrauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    χρήση
    Verwendungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήση
    (Be-)Nutzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    χρήση
    χρήση
examples
  • οδηγίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl χρήσεως
    Gebrauchsanweisungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    οδηγίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl χρήσεως
  • μπουκάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n μιας χρήσης
    Einwegflascheθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μπουκάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n μιας χρήσης
  • κάνω χρήση+γενική | +Genitiv +gen
    Gebrauch machen von.
    κάνω χρήση+γενική | +Genitiv +gen
  • hide examplesshow examples
για εξωτερική χρήση
äußerlich anzuwenden
για εξωτερική χρήση
ροπή προς τη χρήση βίας
Gewaltbereitschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f
ροπή προς τη χρήση βίας
πιθανή χρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Verwendungsmöglichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
πιθανή χρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατάλληλος προς χρήση
κατάλληλος προς χρήση
υποχρεωτική χρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ζώνης ασφαλείας
Anschnallpflichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
υποχρεωτική χρήσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ζώνης ασφαλείας

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: