νοσηλεία
[nosiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ärztliche Behandlungθηλυκό | Femininum, weiblich fνοσηλεία ιατρική περίθαλψη ασθενούςνοσηλεία ιατρική περίθαλψη ασθενούς