δίσκος
[ˈðiskos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Scheibeθηλυκό | Femininum, weiblich fδίσκος γενδίσκος γεν
- Tablettουδέτερο | Neutrum, sächlich nδίσκος σερβιρίσματοςδίσκος σερβιρίσματος
- Schallplatteθηλυκό | Femininum, weiblich fδίσκος μουσδίσκος μουσ
- Diskusαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίσκος αθλητισμός | Sportαθλδίσκος αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- μεσοσπονδύλιος δίσκοςBandscheibeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σκληρός δίσκοςFestplatteθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
hide examplesshow examples