παίκτρια
[ˈpektria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spielerinθηλυκό | Femininum, weiblich fπαίκτριαπαίκτρια
examples
- παίκτρια βιόλαςBratschistinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παίκτρια γκάινταςDudelsackspielerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παίκτρια εθνικής ομάδας αθλητισμός | SportαθλNationalspielerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples