σκληρός
[skliˈros], σκληρή, σκληρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hartσκληρόςσκληρός
- grausamσκληρός βάναυσοςσκληρός βάναυσος
- erbittertσκληρός αγώναςσκληρός αγώνας
- zähσκληρός κρέαςσκληρός κρέας
examples
- σκληρά εργαζόμενηθηλυκό | Femininum, weiblich fSchwerarbeiterinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σκληρά εργαζόμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchwerarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σκληρή βαλίτσαθηλυκό | Femininum, weiblich fHartschalenkofferαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples