Greek-German translation for "παίκτης"

"παίκτης" German translation

παίκτης
[ˈpektis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • Spielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παίκτης
    παίκτης
examples
  • παίκτης βιόλας
    Bratschistαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παίκτης βιόλας
  • παίκτης γκάιντας
    Dudelsackspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παίκτης γκάιντας
  • παίκτης εθνικής ομάδας αθλητισμός | Sportαθλ
    Nationalspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    παίκτης εθνικής ομάδας αθλητισμός | Sportαθλ
  • hide examplesshow examples
βασικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Spielmacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βασικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μέσος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Quarterbackαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μέσος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πλάγιος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Flügelspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πλάγιος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιθετικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Angriffsspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Stürmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
επιθετικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αμυντικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Defensivspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αμυντικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αναπληρωματικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Reservespielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Auswechselspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αναπληρωματικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εξωτερικός προωθημένος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Außenstürmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εξωτερικός προωθημένος παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δεξιός εσωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Halbrechtsαρσενικό | Maskulinum, männlich m
δεξιός εσωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεντρικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Mittelfeldspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεντρικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αριστερός εξωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Linksaußenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αριστερός εξωτερικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: