συνεργάτης
[sinerˈɣatis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, συνεργάτιδα [sinerˈɣatiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mitarbeiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσυνεργάτηςσυνεργάτης