φωτισμός
[fotizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beleuchtungθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτισμόςφωτισμός
- Belichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fφωτισμός φωτογραφία | Fotografieφωτοφωτισμός φωτογραφία | Fotografieφωτο
examples
- φωτισμός δρόμουStraßenbeleuchtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φωτισμός οροφήςDeckenbeleuchtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φωτισμός προβολέωνScheinwerferlichtουδέτερο | Neutrum, sächlich n