βασικός
[vasiˈkos], βασική, βασικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- basischβασικός χημεία | Chemieχημβασικός χημεία | Chemieχημ
- wichtig, wesentlichβασικόςβασικός
- Haupt-βασικός ουσιώδηςβασικός ουσιώδης
- grundlegend, Grund-, fundamentalβασικός θεμελιώδηςβασικός θεμελιώδης
- elementarβασικός στοιχειώδηςβασικός στοιχειώδης
examples
-
- βασικός προμηθευτήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHauptlieferantαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- βασικός παίκτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich m αθλητισμός | SportαθλSpielmacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
hide examplesshow examples